εναποθηκεύω

εναποθηκεύω
μετ.
1) помещать на склад, в хранилище, складировать (спец.); 2) хранить на складе; 3) откладывать, копить, запасать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εναποθηκεύω" в других словарях:

  • εναποθηκεύω — εναποθηκεύω, εναποθήκευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εναποθηκεύω — 1. αποθηκεύω, φυλάσσω κάτι σε αποθήκη 2. γεν. διαφυλάσσω …   Dictionary of Greek

  • αποταμιεύω — (Μ ἀποταμιεύω, Α ομαι) συγκεντρώνω και φυλάσσω κάτι, εναποθηκεύω νεοελλ. 1. κάνω αποταμίευση 2. συσσωρεύω γνώσεις μσν. ( ομαι) συγκρατώ στη μνήμη …   Dictionary of Greek

  • πιθαριάζω — Ν [πιθάρι] βάζω κάτι μέσα σε πιθάρι, εναποθηκεύω σε πιθάρι …   Dictionary of Greek

  • αποταμιεύω — ίευσα, ιεύτηκα, ιευμένος 1. εναποθηκεύω: Τα δέντρα αποταμιεύουν στις ρίζες τους ουσίες χρήσιμες για την ανάπτυξή τους. 2. φυλάγω ένα μέρος από τα εισοδήματά μου για μελλοντικές ανάγκες ή για σχηματισμό κεφαλαίου: Αυτή τη χρονιά αποταμίευσα αρκετά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»